-
1 εργολαβια
ἥ1) принятие заказаπρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας ἕνεκα Diod. и ἀπ΄ ἐργολαβίας Plut. — по заказу, за плату
2) заработок, доход(αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.)
1 εργολαβια
πρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας ἕνεκα Diod. и ἀπ΄ ἐργολαβίας Plut. — по заказу, за плату
(αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.)